Η κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος μπάσκετ το 1987 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού. Γράφει ο Χρήστος Σούτος.
Το 1987 ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που γνωρίζουμε σήμερα. Δεν είναι μόνο η ευρωπαϊκή γεωγραφία. Μην ξεχνάμε ότι τότε η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία ήταν ενωμένες, το λεγόμενο ανατολικό μπλοκ ισχυρό και ο ψυχρός πόλεμος σε πλήρη εξέλιξη. Οι δημοσιογράφοι έψαχναν να βρουν ένα μηχάνημα fax για να στείλουν το ρεπορτάζ τους ή έστω μια προσωπική τηλεφωνική γραμμή για να μην τους διακόπτουν κάθε λίγο και λιγάκι. Η έννοια του διαδικτύου ήταν ακόμα μακρινή, το ίδιο και η “βοήθεια” των mail. Οι γραφομηχανές ήταν τα όπλα των ρεπόρτερ και όχι οι υπολογιστές και όλα κινούνταν σε πιο χαμηλές ταχύτητες. Το ελληνικό μπάσκετ έψαχνε την ταυτότητα του, στα ΜΜΕ ήταν σε μειονεκτική θέση προβολής και η ανάληψη της διοργάνωσης από την Ε.Ο.Κ μεγάλο στοίχημα και ρίσκο. Ήταν και το πως ο Έλληνας φίλαθλος έβλεπε το μπάσκετ. Δεν ήταν πολύ μακρινό το σκηνικό, που οι αγώνες του πρωταθλήματος γίνονταν στην σειρά, ο ένας μετά τον άλλον, σε ένα γήπεδο.
Οι τέσσερις σωματοφύλακες και οι υπόλοιποι
Πολύ διαφορετικό ήταν και το άθλημα τότε. Οι κανονισμοί περισσότερο καθυστερούσαν παρά βοηθούσαν το παιχνίδι. Τα ημίχρονα ήταν μεγάλα σε διάρκεια, το ίδιο και οι επιθέσεις. Οι παίκτες χωρίζονταν σε βασικούς και αναπληρωματικούς. Οι λεγόμενοι πενταδάτοι μπορεί να έβγαζαν και ολόκληρο το ματς στο παρκέ ή να έβγαιναν μόνο αν έκαναν φάουλ ή τραυματίζονταν. Οι αναπληρωματικοί ήξεραν τον ρόλο τους. Ορισμένοι είχαν χρόνο συμμετοχής, μην φανταστείτε κάτι τρομερό, οι πιο πολλοί όμως ήταν συνήθως αναφορά στο φύλλο αγώνα. Σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική ομάδα είχε τους τέσσερις σωματοφύλακες της και ……τους υπόλοιπους. Γκάλης, Γιαννάκης, Φάνης και Φασούλας η αγία τετράδα. Από κοντά ο πέμπτος του αρχικού σχήματος, ο Αργύρης Καμπούρης και οι διόσκουροι του Παναθηναϊκού Ιωάννου και Ανδρίτσος. Ο άτυχος Νίκος Φιλίππου, θα ήταν βασικός αν δεν τραυματιζόταν, οι συμπληρωματικοί Νίκος Λινάρδος, Νίκος Σταυρόπουλος, Μιχάλης Ρωμανίδης και ο Παναγιώτης Καρατζάς που αγωνίστηκε μόνο στο πρώτο ματς με την Ρουμανία. Για να καταλάβουμε το σκηνικό πρέπει να σκεφτούμε πως οι ρόλοι των παικτών τότε ήταν απόλυτα ξεκάθαροι. Ο ψηλός για τα ριμπάουντ και το ξύλο. Το τεσσάρι αυστηρά μέσα στο ζωγραφιστό για να συμπληρώνει την γραμμή κρούσης, το τριάρι για το σουτ, το δυάρι για το σκορ και ο άσος για την δημιουργία και το κατέβασμα της μπάλας. Όποιος ξέφευγε από τα κλασικά γινόταν είδηση. Το γεγονός αυτό μεγαλώνει την επιτυχία, γιατί οι πλάβι και οι Σοβιετικοί είχαν τους περισσότερο πολυσύνθετους παίκτες την εποχή εκείνη.
Κέρδισε το πιο δύσκολο Eurobasket
Η Ελλάδα κατάφερε για πολλούς το ακατόρθωτο. Σε μια διοργάνωση με την Σοβιετική Ένωση, χωρίς τον Σαμπόνις μεν γεμάτη αστέρια δε, με την Γιουγκοσλαβία γεμάτη νιάτα και ταλέντο, από τον Ντράζεν και τον Κούκοτς μέχρι τον Ράτζα και τον Ντίβατς, την Ισπανία των Σιμπίλιο και Σαν Επιφάνιο, την Ιταλία των Ρίβα, Μπρουναμόντι και Μανίφικο κανείς δεν έδινε τύχη στην οικοδέσποινα. Ακόμα και οι Τσεχοσλοβάκοι, του ηγέτη τους Κρόπιλακ δεύτεροι στην προηγούμενη διοργάνωση, οι Γάλλοι του Ρισάρ Ντακουρί και οι Ολλανδοί του γίγαντα Ρικ Σμιτς, ήταν στα προγνωστικά δυνατότεροι από την ελληνική ομάδα. Οι παίκτες του Κώστα Πολίτη, όμως, τους διέψευσαν. Με ρεκόρ έξι νίκες και δύο ήττες, από Ισπανία και Σοβιετική Ένωση στον προκριματικό γύρο, η ομάδα σήκωσε το τρόπαιο πετυχαίνοντας δύο νίκες επί των Γιουγκοσλάβων, η δεύτερη και σημαντικότερη στον ημιτελικό, μία στους οκτώ επί των Ιταλών και μία επί της τεράστιας ΕΣΣΔ στον μεγάλο τελικό. Η ψυχολογία ανέβαινε ματς με το ματς, το ίδιο και η αυτοπεποίθηση. Ο κόσμος αγκάλιασε την προσπάθεια και γέμιζε το ΣΕΦ στηρίζοντας σε κάθε παιχνίδι. Η Εθνική μας έμπαινε στο παρκέ χωρίς να είναι φαβορί και ο κόσμος το γνώριζε. Πίστευε, όμως, βαθιά ότι η παρέα αυτή είχε τις δυνατότητες να φθάσει μέχρι το τέρμα. Δεν ξέρω αν θα κέρδιζε και…..η Μαυριτανία στον τελικό, όπως είπε ο μεγάλος Αλεξάντερ Γκομέλσκι, αλλά η αλήθεια είναι πως μερίδιο στην επιτυχία είχε και η καυτή ατμόσφαιρα της έδρας.
Η επιτυχία δεν ήταν μόνο αγωνιστική
Το χρυσό μετάλλιο ήταν η αγωνιστική πλευρά του πράγματος. Η επιτυχία ήταν συνολική. Η κρατική τηλεόραση σημείωσε, παίζοντας μπάλα μόνη της είναι αλήθεια αφού κανάλια ιδιωτικά δεν υπήρχαν ακόμα, τεράστια ποσοστά τηλεθέασης. Η Ε.Ρ.Τ είχε καθημερινά πάνω από 15 λεπτά διαφημιστικού χρόνου, ασύλληπτο νούμερο για την εποχή, με το ταμείο στο τέλος να γράφει πάνω από 140 εκατομμύρια έσοδα. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο μέσος μισθός δύσκολα ξεπερνούσε τις 50.000 δραχμές τον μήνα, με τον βασικό να είναι σχεδόν στα μισά. Οι εκπομπές έγιναν καθημερινές, επίσης αδιανόητο για εκείνη την εποχή, οι περιγραφές του Φίλιππα Συρίγου έμειναν στην ιστορία, από κοντά και το ραδιόφωνο με τον νεοσύστατο Αθήνα 9.84 να δίνει την δική του μάχη στην ενημέρωση και το δικό του στίγμα. Ο κόσμος πανηγύριζε κάθε νίκη, οι αναμετρήσεις ήταν το μόνο θέμα συζήτησης στις παρέες και η χώρα, που θα δοκιμαζόταν από τον φονικότερο καύσωνα της ιστορίας της ένα μήνα μετά, ζούσε στο ρυθμό των Europe και του ” The Final Countdown”. Το σημαντικότερο από όλα ήταν το πως κεφαλαιοποίησε το μπάσκετ την επιτυχία. Κάθε γειτονιά, κάθε χωριό απέκτησε την δική του μπασκέτα. Κάθε παιδί την δική του μπάλα και προσπαθούσε να μιμηθεί τις κινήσεις του Γκάλη και των άλλων παιδιών. Το μπάσκετ από μονόστηλο και απλή αναφορά απέκτησε δικές του στήλες και δικές του εκπομπές. Είναι σίγουρο ότι η γενιά που μας έφερε το ευρωπαϊκό του 2005, το αργυρό στο παγκόσμιο το 2006 με την μεγάλη νίκη επί των Η.Π.Α, που έφεραν τα τόσα συλλογικά τρόπαια στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις είναι οι απόγονοι εκείνης της θρυλικής φουρνιάς.