Το έπος του 2004 δεν έφερε την άνοιξη στο ελληνικό ποδόσφαιρο

Η τεράστια επιτυχία του Ότο Ρεχάγκελ και των παιδιών του πριν από δεκαοκτώ χρόνια στα γήπεδα της Πορτογαλίας δυστυχώς δεν εξαργυρώθηκε ποτέ από την ηγεσία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η μεγαλύτερη ευκαιρία χάθηκε. Γράφει ο Χρήστος Σούτος.

 

Λισαβόνα. Κυριακή 4 Ιουλίου 2004. Τελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Αντίπαλοι η διοργανώτρια Πορτογαλία και η μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του θεσμού, η Ελλάδα. Οι δύο ομάδες τα είχαν πει και στην πρεμιέρα με την Εθνική μας ομάδα να παίρνει την νίκη με 2-1, δεχόμενη μάλιστα το γκολ από τον Ρονάλντο στο τρίτο λεπτό των καθυστερήσεων. Τα γκολ του Καραγκούνη και του Μπασινά με πέναλτι έδωσαν στην χώρα μας την πρώτη και μοναδική έως τότε νίκη σε τελική φάση. Το αποτέλεσμα αυτό πολλοί το απέδωσαν στην έκπληξη που καραδοκεί πάντα στις πρεμιέρες για τα φαβορί. Η πορεία της ομάδας του Ρεχάγκελ, όμως, τους διέψευσε όλους πανηγυρικά. Ισοπαλία με την Ισπανία και ήττα από την Ρωσία στους ομίλους, καρμπόν προκρίσεις κόντρα σε Γάλλους και Τσέχους στα νοκ- άουτ. Ο τελικός βέβαια πάντα είναι διαφορετική ιστορία. Ε και; 

 

Το αγαπημένο 1-0 έδωσε και το τρόπαιο

 

Οποία έκπληξις. Σέντρα, κεφαλιά και γκολ. Στο 1-0 με την Γαλλία σέντραρε ο Ζαγοράκης και σκόραρε ο Χαριστέας. Στο 1-0 με τους Τσέχους, παρεμπιπτόντως η πιο δύσκολη από τις ομάδες που αντιμετωπίσαμε, κόρνερ ο Τσιάρτας γκολ ο Δέλλας. Στον τελικό με την οικοδέσποινα κόρνερ ο Μπασινάς, κεφαλιά και γκολ ο Χαριστέας. Κοινός παρονομαστής; Το γκολ με το κεφάλι πρώτον. Ο αιφνιδιασμός των αμυντικών δεύτερον. Η σωστή σέντρα από τα χαφ τρίτον. Η άριστη ανασταλτική λειτουργία της ομάδας συνολικά τέταρτον.  Το μηδέν στην άμυνα σε όλα τα νοκ- άουτ πέμπτον. Την τύχη δεν την βάζω στην εξίσωση γιατί πάντα πιστεύω ότι βοηθάει όποιον την κυνηγά και όποιον την αξίζει. Η Εθνική του 2004 την τύχη της την έφτιαξε μόνη της. Η πορεία της δεν ήταν το αποτέλεσμα της ευθυγράμμισης των πλανητών, ούτε ευνοϊκών συγκυριών και άστρων. Ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, ταλέντου και πειθαρχίας. Το τελευταίο στοιχείο ήταν και η μεγαλύτερη συνεισφορά του Γερμανού στην προσπάθεια. Η εικόνα της σταχτοπούτας Ελλάδας στον τελικό της Λισαβόνας κόντρα στο μεγάλο φαβορί και διοργανώτρια Πορτογαλία έβγαζε τσαγανό, πάθος και φιλοδοξία. Οι διεθνείς ήταν γεμάτοι αυτοπεποίθηση και πίστη για τον θρίαμβο και αυτός ήρθε.

 

Πως ξεκίνησε η πορεία και πως κατέληξε

 

Δεν ήταν όλα ρόδινα από την πρώτη στιγμή. Ο Ρεχάγκελ ήρθε και παρέλαβε μια ομάδα με τελείως διαφορετική νοοτροπία από αυτή που οδήγησε στο έπος της Πορτογαλίας. Η πεντάρα από την Φινλανδία στο ντεμπούτο του ήταν μάλλον ευεργετική. Ο Γερμανός δεν μάσησε από βεντετισμούς, δεν ασχολήθηκε με μικρότητες και ζήτησε έναν άνθρωπο δίπλα του ικανό να ενώσει τις δύο κουλτούρες. Η Ε.Π.Ο του Γκαγκάτση, πρέπει να της πιστωθεί αυτό, δεν λύγισε στις κλασικές ελληνικές σειρήνες που ζητούσαν το κεφάλι του Ότο μετά το μέτριο ξεκίνημα και έβαλε έναν συνεργάτη κοντά του, τον Γιάννη Τοπαλίδη, η συνεισφορά του οποίου ήταν εξίσου σπουδαία στο μεγάλο επίτευγμα της εθνικής με αυτή του Ρεχάγκελ. Για πρώτη φορά η ελληνική παθογένεια και κουτοπονηριά μπήκε στο περιθώριο και πρυτάνευσε η ποδοσφαιρική λογική και εμπιστοσύνη στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που φάνηκε ότι ήρθε για να παράξει έργο και όχι για να κολλήσει τα τελευταία του ένσημα. Ο κλασικός ελληνικός παραγοντισμός με λάφυρο τις προσκλήσεις και τα τσάρτερ της χαράς ανήκε οριστικά στο παρελθόν και πλέον υπήρχε μια ομάδα με αρχή, μέση και τέλος. Η Εθνική αγώνα με τον αγώνα ανέβαινε, αποκτούσε χαρακτηριστικά συλλόγου, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και έχτιζε χαρακτήρα. Στα γήπεδα της Πορτογαλίας απλά επιβραβεύτηκε η προσπάθεια, το πλάνο και η σοβαρότητα.

 

Η χαμένη χρυσή ευκαιρία

 

Το ποδόσφαιρο μας δυστυχως έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την τεράστια αυτή επιτυχία. Η Εθνική ομάδα άντεξε στο υψηλότερο επίπεδο για κοντά μια δεκαετία ακόμα, με συμμετοχές σε όλες σχεδόν τις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, αλλά στο τέλος την τράβηξε και αυτήν προς τα κάτω η μετριότητα. Μετά την εποχή Ρεχάγκελ ήρθε αυτή του Φερνάντο Σάντος. Όσο ήταν ο Πορτογάλος η συνέχεια ήταν εξίσου καλή. Τρόπαιο δεν πήραμε βέβαια, αλλά το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα έβγαζε υγεία και έμοιαζε “ξένο” στον μικρόκοσμο  του άρρωστου ελληνικού οικοδομήματος. Δυστυχώς η σοβαρότητα, ο σωστός σχεδιασμός και οι αρχές έδωσαν την θέση τους στην ελληνική παθογένεια. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο πιστό στην ελληνική πρακτική και λογική συνέχισε χωρίς κανόνες την πορεία του προς το μαρασμό. Μόνο παρήγορο στοιχείο, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, η αύξηση της παρουσίας Ελλήνων ποδοσφαιριστών σε πρωταθλήματα του εξωτερικού, ακόμα και σε εκείνα που θεωρούνται κορυφαία. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει; Η απάντηση μόνο εύκολη δεν είναι. Είναι το λιγότερο τραγικό η χρυσή φουρνιά του 2004 να απουσιάζει, σχεδόν στο σύνολο της, από τα πόστα του ελληνικού ποδοσφαίρου, το οποίο συνεχίζει να διοικείται με όρους και πρόσωπα προηγούμενων δεκαετιών. Τα κέντρα των αποφάσεων παραμένουν σε χέρια ανθρώπων που δεν έχουν σκοπό την ανάπτυξη του αθλήματος, αλλά μικροσυμφέροντα και πολιτικάντικες βλέψεις. Υπάρχει φως στο βάθός ή μήπως όχι;

 

Η εποχή Πογέτ γέννησε ξανά την προσμονή 

 

Η πρόσληψη του Πογέτ και τα πρώτα δείγματα της παρουσίας του Ουρουγουανού τεχνικού έφεραν ξανά το χαμόγελο και την προσμονή για ένα καλύτερο αύριο. Η Εθνική ομάδα δεν είχε ποτέ πιστούς φίλους. Άλλωστε ως λαός είμαστε οπαδοί της νίκης και λιγότερο της προσπάθειας. Δεν αξίζει, όμως, στην ομάδα μας να είναι τόσο χαμηλά. Η άνοδος στο Nations League είναι μια πρώτη καλή είδηση. Μακάρι να έρθουν και άλλες και να επιστρέψουμε στις μεγάλες διοργανώσεις σύντομα. Μακάρι να δούμε τα παιδιά του 2004 να έχουν πιο ενεργή συμμετοχή στα κοινά του ποδοσφαίρου. Σίγουρα δεν κάνουν όλοι για προπονητές ή παράγοντες, όμως δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται περισσότεροι από αυτούς σε θέσεις κλειδιά για την ανάπτυξη του αθλήματος και τον περιορισμό της βίας; Ούτε εκεί δεν μπορούν να προσφέρουν; Μην τρελαθούμε. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να διαθέτει πολλές μεγάλες προσωπικότητες στα σπορ. Μπορεί να βρει χώρο για να τις αξιοποιήσει. Από την άλλη δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο που δεν το πράττει, οπότε….