Η χρυσή μπάλα που έφερε στη ζωή μας το περιοδικό France Football, το μακρινό 1956, αποτελεί για πολλούς το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο ποδοσφαιρικό βραβείο. Ειδικά από την στιγμή που συγχωνεύτηκε με το βραβείο για τον Παίκτη της Χρονιάς της FIFA, είναι δεδομένα και το μοναδικό μεγάλο βραβείο.
Γράφει ο Χρήστος Σούτος
Η ιστορία ξεκινά το μακρινό 1956, όταν ο δημοσιογράφος Γκαμπριέλ Ανό, στον οποίο εν πολλοίς οφείλουμε και το Κύπελλο Πρωταθλητριών, σκέφτηκε την δημιουργία ενός θεσμού για τη βράβευση του καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς. Η φήμη και το κύρος του France Football, συντάκτης του οποίου ήταν ο Ανό, έδωσε την ιδέα που αγκαλιάστηκε από τον κόσμο του ποδοσφαίρου και αποτελεί έκτοτε την σπουδαιότερη ατομική διάκριση.
Το βραβείο αφορά την απόδοση του παίκτη σε ένα ημερολογιακό έτος και όχι σε μία ποδοσφαιρική σεζόν. Στην αρχή αφορούσε μόνο ευρωπαίους ποδοσφαιριστές. Από το 1995 διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας όλες τις εθνικότητες παικτών που αγωνίζονται σε ευρωπαϊκούς συλλόγους για να γίνει με την συγχώνευση του 2010, με το αντίστοιχο βραβείο της FIFA, η απόλυτη βράβευση με τον τίτλο “ΧΡΥΣΗ ΜΠΑΛΑ FIFA”.
Τη ΧΡΥΣΗ ΜΠΑΛΑ την έχουν κατακτήσει τεράστιοι ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές, όπως ο Γιόχαν Κρόιφ, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο Μισέλ Πλατινί, ο Ζινεντίν Ζιντάν, ο Μάρκο φαν Μπάστεν και άλλοι. Από το 1995 έχουμε και μη ευρωπαίους κατόχους με τον Ζορζ Γουεά να κάνει την αρχή εκείνη τη χρονιά και να αποτελεί μέχρι και σήμερα τον μοναδικό Αφρικανό ποδοσφαιριστή που την έχει κατακτήσει.
Αν κοιτάξει κανείς τη “χρυσή βίβλο” των νικητών θα δει πως οι επιθετικοί έχουν τη μερίδα του λέοντος. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το γκολ είναι η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου. Από την άλλη όμως, πολλές φορές το γεγονός αυτό αδικεί τεράστιους ποδοσφαιριστές που έχουν την “ατυχία” να αγωνίζονται σε άλλες θέσεις. Στη σύγχρονη εποχή ο τελευταίος μη επιθετικός που πήρε το βραβείο ήταν ο Κροάτης μέσος Λούκα Μοντριτς, ενώ ο τελευταίος αμυντικός που σήκωσε το τρόπαιο ήταν ο Φάμπιο Καναβάρο το 2006.
Ο πρώτος νικητής ήταν ο Σερ Στάνλει Μάθιους, ο οποίος σταμάτησε την καριέρα του σε ηλικία 50 ετών και ο μοναδικός τερματοφύλακας της λίστας, ο θρυλικός Σοβιετικός Λεβ Γιασίν το 1963. Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς το βραβείο έχει “υποταχθεί” στο βωμό της οικονομίας του σπορ και των δεικτών της χάνοντας, ως ένα βαθμό, τοΝ ρόλο για τον οποίο θεσπίστηκε. Από το 2008 έως και σήμερα μονοπωλούν το βραβείο ο Κριστιάνο Ρονάλντο και ο Λιονέλ Μέσι. Εξαιρέσεις είναι το 2018 ο Λούκα Μόντριτς και το 2020 ο…. κορονοϊός. Πέντε Χρυσές Μπάλες ο Πορτογάλος και επτά με τη φετινή ο Αργεντινός. Σαφέστατα και δεν λέω πως δεν την άξιζαν, όμως υπήρχαν σεζόν που ποδοσφαιριστές έκαναν σπουδαιότερα πράγματα από τους δύο σούπερσταρ, αλλά η χρυσόσκονη των δύο αποτελούσε μεγαλύτερο εχέγγυο για την επιτυχία, από τις αγωνιστικές επιδόσεις. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το 2010 ο Ολλανδός Σνάιντερ ή ο Ισπανός Ινιέστα και φέτος ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι.
Ο ρόλος της Χρυσής Μπάλας είναι να αναδεικνύει πόσο επιδραστικός και καθοριστικός είναι ένας ποδοσφαιριστής στις επιτυχίες του Συλλόγου και της Εθνικής του. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει καμία σχέση με τα μηδενικά στα συμβόλαια, τις διαφημιστικές καμπάνιες των αστέρων της μπάλας, ούτε ακόμα και με την συγκομιδή των γκολ, ως το απόλυτο στατιστικό, γιατί έτσι αδικούνται ηγέτες που αγωνίζονται σε διαφορετική θέση από την επίθεση. Δυστυχώς το ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο αξιών είναι εκείνο που επιβάλλει και τις αγωνιστικές βραβεύσεις. Μπράβο πάντως στον Λιονέλ Μέσι για τις δηλώσεις του μετά την απονομή. Τουλάχιστον απέδειξε ότι μεταξύ των ποδοσφαιριστών υπάρχει ακόμα ένα διαφορετικό σύστημα αξιών από αυτό που υπαγορεύουν οι πολυεθνικές και οι μη ειδικοί του χώρου.